- κορίσκομαι
- κορίσκομαι,A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen.,
ὑγρασίης Hp. Gland.6
; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑγρασίης Hp. Gland.6
; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορίσκομαι — (Α) 1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.) 2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. τού κορέννυμι*, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ ε σ τού αορ.] … Dictionary of Greek